Στη γαλαρία της σχολικής αίθουσας, η Λητώ προσπαθεί να
βολέψει τα πόδια της στο μονόχωρο θρανίο, ενώ η κυρία Γκάρντερ εξιστορεί τα
χρυσά αμερικανικά χρόνια της ακμάζουσας δεκαετίας του ’20, τότε που η ανάπτυξη
ήταν συνώνυμο της κατανάλωσης και η ευμάρεια κάθε βιομηχανικής πόλης μετριόταν
με το πλήθος των φουγάρων που κοσμούσαν καπνίζοντας τον ορίζοντα και με τις ορδές
των εργατών, ντόπιων και μεταναστών, που πλημμύριζαν κάθε πρωί τους δρόμους,
ανθρώπινες νηοπομπές της στεριάς που σάλπαραν με το πρώτο φως για το
μεροκάματο.
Κάλλια Παπαδάκη
Πόλις, 2015

Κάμντεν, Νιου Τζέρσεϊ, 1980. Ερημωμένα σπίτια, κλειστές βιομηχανίες,
φτωχές συνοικίες. Ένας έφηβος, ο Πητ, εξαφανίζεται, και η μάνα του η
Λουίσα πεθαίνει το επόμενο πρωί από στεναχώρια. Η αδερφή του, η
δωδεκάχρονη Μίνι, ορφανή από γονείς, εισβάλλει άθελά της στη ζωή της
συμμαθήτριάς της Λητώς και ανατρέπει τις βεβαιότητες της οικογένειάς
της. Ανοίγει ρωγμές που δύσκολα θα κλείσουν· έχουν τις ρίζες τους στο
παρελθόν, στο αμερικανικό όνειρο, σε δεύτερες και τρίτες γενιές
μεταναστών, στην παρακμή και τη φθορά της πόλης, σε χαμένες ευκαιρίες
και σε επιλογές που λάθεψαν. Κι όσο ο θετός πατέρας της Λητώς, ο Μπέιζελ
Καμπάνης, ψάχνει να βρει τι στράβωσε στη διαδρομή, τόσο αναμετριέται με
τα φαντάσματα και τους φόβους της παιδικής του ηλικίας· κι όσο η
γυναίκα του η Σούζαν απομακρύνεται από κοντά του κι από την κοινή κι
ανέμπνευστη ζωή τους, τόσο η Μίνι και η Λητώ μοιάζουν να ενηλικιώνονται
σε έναν κόσμο σκληρά κι άδικα καμωμένο. Ο χρόνος, σαν τις νιφάδες του
χιονιού, τους ξεγελά, ξεγλιστρά και χάνεται. Μαζί του κι αυτοί.